- αμήρυτος
- ἀμήρυτος, -ον (Α) [μηρύομαι]1. αυτός που δεν φθάνει σε τέλος, ατελείωτος2. ανιαρός, βαρετός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμήρυτος — not to be wound up masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμήρυτον — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem acc sg ἀμήρυτος not to be wound up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηρύτοις — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηρύτου — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηρύτους — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηρύτῳ — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμήρυτοι — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)